- ουδός
- (I)ο (Α οὐδός, δωρ. τ. ὠδός, αττ. τ. ὀδός)νεοελλ.1. (φυσιολ.-ψυχολ.) α) η ελάχιστη τιμή τής ισχύος ενός ερεθίσματος η οποία αρκεί για να προκαλέσει μία διέγερση ή ένα αίσθημα («ουδός τού πόνου»)β) η μικρότερη μεταβολή την οποία μπορεί να ανιχνεύσει ένας οργανισμός («ουδός ανιχνεύσεως ενός φωτός»)2. ιατρ. ποσότητα μιας ουσίας που απαιτείται κατά ελάχιστο όριο για να απεκκριθεί από τον οργανισμό («ουδός απέκκρισης σακχάρου στα ούρα»)3. φρ. «ουδός, συνειδήσεως»(στην πειραματική ψυχολ.) το όριο στο οποίο βρίσκονται οι συνειδητές παραστάσεις σε δεδομένη στιγμήαρχ.1. το κατώφλι, ιδίως το κατώφλι ναού ή οικίας («δρύϊνος οὐδός», Ομ. Οδ.)2. το κατώφλι τής εισόδου και γενικά η είσοδος από την οποία εισέρχεται κανείς σε κλειστό χώρο3. φρ. α) «γήραος οὐδός» — η έναρξη τού γήρατος ή, πιθ., η μετάβαση από το γήρας στον θάνατοβ) «οὐδὸς βιότου» — το τέλος τής ζωής.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ύπαρξη τών παρλλ. διαλεκτικών τ. ιων. οὐδός, αττ. ὀδός, δωρ. ὠδός μπορεί να ερμηνευθεί από έναν αρχικό τ. *ὀδFoς. Η σύνδεση τής λ. τόσο με το οὖδας* (τού οποίου η δίφθογγος δεν είναι διαλεκτική, αλλά ανήκει στο θ. τής λ.) όσο και με τις λ. ὁδός και ἔδαφος* δεν θεωρούνται πιθανές].————————(II)οὐδός, ἡ (Α)ιων. τ. βλ. ὁδός.
Dictionary of Greek. 2013.